λακκάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λακκάκι | τα | λακκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λακκάκι | τα | λακκάκια |
κλητική | λακκάκι | λακκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λακκάκι < λάκκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /laˈka.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λακ‐κά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
λακκάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του λάκκος
- (μεταφορικά) βαθούλωμα στο δέρμα
- ※ Σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω / μες στο λακκάκι που ’χεις στο λαιμό. (Από το τραγούδι «Σ’ ακολουθώ», σε στίχους και μουσική του Μάνου Λοΐζου)
- (ειδικότερα) βαθούλωμα στο μάγουλο, που γίνεται εμφανές κυρίως με το χαμόγελο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λάκκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρός λάκκος