λάκκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάκκα | οι | λάκκες |
γενική | της | λάκκας | — | |
αιτιατική | τη | λάκκα | τις | λάκκες |
κλητική | λάκκα | λάκκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλάκκα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) έκταση γης που βρίσκεται σε κοιλότητα σε σχέση με τις γειτονικές περιοχές
- «Θα σου σβήσω το φως και θα μείνεις στη λάκκα», έλεγε η γιαγιά μου για να με τρομάξει.
- μη απλοποιημένη γραφή του λάκα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λάκκα
|