Δείτε επίσης: λάκα, Λάκκα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάκκα οι λάκκες
      γενική της λάκκας
    αιτιατική τη λάκκα τις λάκκες
     κλητική λάκκα λάκκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λάκκα < λάκκ(ος) +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάκκα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) έκταση γης που βρίσκεται σε κοιλότητα σε σχέση με τις γειτονικές περιοχές
    «Θα σου σβήσω το φως και θα μείνεις στη λάκκα», έλεγε η γιαγιά μου για να με τρομάξει.
  2. μη απλοποιημένη γραφή του λάκα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία