↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάκα οι λάκες
      γενική της λάκας
    αιτιατική τη λάκα τις λάκες
     κλητική λάκα λάκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λάκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lacca με απολοποίηση ορθογραφίας [1] < περσική لاک (lāk) < χίντι लाख (lākh)< σανσκριτική लाक्षा (lākṣā)
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) για την λακ των μαλλιών: < λακ (άκλιτο) + για προσαρμογή σε κλίση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < (άμεσο δάνειο) γαλλική laque < πορτογαλική laca / lacca < περσική لاک (lāk) < χίντι लाख (lākh) < σανσκριτική लाक्षा (lākṣā)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈla.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐κα
ομόηχο: λάκκα, Λάκκα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάκα θηλυκό

  1. είδος φυσικού βερνικιού, για την επάλειψη επιφανειών
    και μη απλοποιημένη γραφή: λάκκα
  2. σπάνιο λαϊκό η λακ για τα μαλλιά (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία