βερνίκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βερνίκι | τα | βερνίκια |
γενική | του | βερνικιού | των | βερνικιών |
αιτιατική | το | βερνίκι | τα | βερνίκια |
κλητική | βερνίκι | βερνίκια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βερνίκι < ελληνιστική κοινή βερενίκιον <πόλη Βερενίκη της Κυρηναϊκής <όνομα της βασίλισσας Βερενίκης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βερνίκι ουδέτερο
- ουσία που χρησιμοποιείται στην επίστρωση διάφορων επιφανειών για να προσδώσει λάμψη, προστασία από φθορές ή και χρώμα
- βερνίκι για τα έπιπλα
- βερνίκι νυχιών
- βερνίκι παπουτσιών
- (μεταφορικά) η εξωτερική λάμψη, η οποία όμως αποκρύπτει τα αρνητικά χαρακτηριστικά κάποιου ανθρώπου ή κατάστασης