βερνίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βερνίκι | τα | βερνίκια |
γενική | του | βερνικιού | των | βερνικιών |
αιτιατική | το | βερνίκι | τα | βερνίκια |
κλητική | βερνίκι | βερνίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βερνίκι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βερενίκιον < πόλη Βερενίκη της Κυρηναϊκής < όνομα της βασίλισσας Βερονίκης / Βερνίκης / Φερενίκης < φέρω + νίκη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /verˈni.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐νί‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερνίκι ουδέτερο
- ουσία που χρησιμοποιείται στην επίστρωση διάφορων επιφανειών, για να προσδώσει λάμψη, προστασία από φθορές ή και χρώμα
- βερνίκι για τα έπιπλα
- βερνίκι νυχιών
- βερνίκι παπουτσιών
- ※ και σαν έφτασε μπρος μου, κάνει ν' απλώσει το χέρι, μα ξάφνου το τραβάει και λέει: «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)
- (μεταφορικά) η εξωτερική λάμψη, η οποία όμως αποκρύπτει τα αρνητικά χαρακτηριστικά κάποιου ανθρώπου ή κατάστασης