σκούζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκούζω < αρχαία ελληνική σκύζομαι
Ρήμα
επεξεργασίασκούζω
- βγάζω σχετικά διαπεραστικές κραυγές
- και βέβαια σκούζει, αφού του πάτησες την ουρά (από σχετικό ανέκδοτο, λογοπαίγνιο με το ιταλικό scusi)
- (κατ’ επέκταση), (οικείο) κλαίω