κλαίω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαίω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλαίω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkle.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλαί‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακλαίω/και κλαίγω, πρτ.: έκλαιγα, αόρ.: έκλαψα, παθ.φωνή: κλαίγομαι, π.αόρ.: κλαύτηκα, μτχ.π.π.: κλαμένος
- τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου (και κάποτε φωνάζω), εξαιτίας κάποιας (ευχάριστης ή -συνήθως- δυσάρεστης) ψυχικής αναταραχής ή πόνου (ή για άλλους λόγους, π.χ. καθάρισμα κρεμμυδιών)
- ※ Μου ερχόταν να κλάψω από απελπισία. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- στενοχωριέμαι
- (παθητική φωνή) κλαίγομαι: παραπονιέμαι συνεχώς, ενίοτε χωρίς σοβαρό λόγο
Εκφράσεις
επεξεργασία- βαράτε με κι ας κλαίω / τραβάτε με κι ας κλαίω
- βάζω τη σκούπα μου να κλαίει
- θα κλάψουν μανούλες
- κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες
- κλαίω και οδύρομαι
- κλαίω με μαύρο δάκρυ
- κλαίει τη μοίρα του
- κλαύ' τα, Χαράλαμπε
- να τον κλαίνε οι ρέγγες
- ούτε κλαίει ούτε γελάει
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κλαι-, κλα-, κλαυ-, κλαψ-
κλαι-, κλα-, κλαυ-, κλαψ-
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλαίω | έκλαιγα | θα κλαίω | να κλαίω | κλαίγοντας | |
β' ενικ. | κλαις | έκλαιγες | θα κλαις | να κλαις | κλαίγε | |
γ' ενικ. | κλαίει | έκλαιγε | θα κλαίει | να κλαίει | ||
α' πληθ. | κλαίμε | κλαίγαμε | θα κλαίμε | να κλαίμε | ||
β' πληθ. | κλαίτε | κλαίγατε | θα κλαίτε | να κλαίτε | κλαίγετε | |
γ' πληθ. | κλαίνε | έκλαιγαν κλαίγανε |
θα κλαίνε | να κλαίνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκλαψα | θα κλάψω | να κλάψω | κλάψει | ||
β' ενικ. | έκλαψες | θα κλάψεις | να κλάψεις | κλάψε | ||
γ' ενικ. | έκλαψε | θα κλάψει | να κλάψει | |||
α' πληθ. | κλάψαμε | θα κλάψουμε | να κλάψουμε | |||
β' πληθ. | κλάψατε | θα κλάψετε | να κλάψετε | κλάψτε | ||
γ' πληθ. | έκλαψαν κλάψαν(ε) |
θα κλάψουν(ε) | να κλάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλάψει | είχα κλάψει | θα έχω κλάψει | να έχω κλάψει | ||
β' ενικ. | έχεις κλάψει | είχες κλάψει | θα έχεις κλάψει | να έχεις κλάψει | ||
γ' ενικ. | έχει κλάψει | είχε κλάψει | θα έχει κλάψει | να έχει κλάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλάψει | είχαμε κλάψει | θα έχουμε κλάψει | να έχουμε κλάψει | ||
β' πληθ. | έχετε κλάψει | είχατε κλάψει | θα έχετε κλάψει | να έχετε κλάψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλάψει | είχαν κλάψει | θα έχουν κλάψει | να έχουν κλάψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλαίγομαι | κλαιγόμουν(α) | θα κλαίγομαι | να κλαίγομαι | ||
β' ενικ. | κλαίγεσαι | κλαιγόσουν(α) | θα κλαίγεσαι | να κλαίγεσαι | ||
γ' ενικ. | κλαίγεται | κλαιγόταν(ε) | θα κλαίγεται | να κλαίγεται | ||
α' πληθ. | κλαιγόμαστε | κλαιγόμαστε κλαιγόμασταν |
θα κλαιγόμαστε | να κλαιγόμαστε | ||
β' πληθ. | κλαίγεστε | κλαιγόσαστε κλαιγόσασταν |
θα κλαίγεστε | να κλαίγεστε | κλαίγεστε | |
γ' πληθ. | κλαίγονται | κλαίγονταν κλαιγόντουσαν |
θα κλαίγονται | να κλαίγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλαύτηκα | θα κλαυτώ | να κλαυτώ | κλαυτεί | ||
β' ενικ. | κλαύτηκες | θα κλαυτείς | να κλαυτείς | κλάψου | ||
γ' ενικ. | κλαύτηκε | θα κλαυτεί | να κλαυτεί | |||
α' πληθ. | κλαυτήκαμε | θα κλαυτούμε | να κλαυτούμε | |||
β' πληθ. | κλαυτήκατε | θα κλαυτείτε | να κλαυτείτε | κλαυτείτε | ||
γ' πληθ. | κλαύτηκαν κλαυτήκαν(ε) |
θα κλαυτούν(ε) | να κλαυτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλαυτεί | είχα κλαυτεί | θα έχω κλαυτεί | να έχω κλαυτεί | κλαμένος | |
β' ενικ. | έχεις κλαυτεί | είχες κλαυτεί | θα έχεις κλαυτεί | να έχεις κλαυτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλαυτεί | είχε κλαυτεί | θα έχει κλαυτεί | να έχει κλαυτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλαυτεί | είχαμε κλαυτεί | θα έχουμε κλαυτεί | να έχουμε κλαυτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλαυτεί | είχατε κλαυτεί | θα έχετε κλαυτεί | να έχετε κλαυτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλαυτεί | είχαν κλαυτεί | θα έχουν κλαυτεί | να έχουν κλαυτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλαίω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Όροι με κλαίω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαίω < κλαϝ-j, πιθανή σύνδεση με αλβανική qaj (< qanj < klanj)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱlew-[2] Καθώς δεν υπάρχει σύνδεση με άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανόν προελληνική προέλευση.[2]
Ρήμα
επεξεργασίακλαίω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ 2,0 2,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κλαίω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαίω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.