Δείτε επίσης: κλέω

Ετυμολογία

επεξεργασία

κλαίω/και κλαίγω, πρτ.: έκλαιγα, αόρ.: έκλαψα, παθ.φωνή: κλαίγομαι, π.αόρ.: κλαύτηκα, μτχ.π.π.: κλαμένος

  1. τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου (και κάποτε φωνάζω), εξαιτίας κάποιας (ευχάριστης ή -συνήθως- δυσάρεστης) ψυχικής αναταραχής ή πόνου (ή για άλλους λόγους, π.χ. καθάρισμα κρεμμυδιών)
      Μου ερχόταν να κλάψω από απελπισία. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  2. στενοχωριέμαι
  3. (παθητική φωνή) κλαίγομαι: παραπονιέμαι συνεχώς, ενίοτε χωρίς σοβαρό λόγο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Όροι με κλαίω  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)



Ετυμολογία

επεξεργασία
κλαίω < κλαϝ-j, πιθανή σύνδεση με αλβανική qaj (< qanj < klanj)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱlew-[2] Καθώς δεν υπάρχει σύνδεση με άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανόν προελληνική προέλευση.[2]

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. 1 2 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.