weep
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | weep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weeps |
αόριστος | wept, weeped |
παθητική μετοχή | wept, weeped |
ενεργητική μετοχή | weeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαweep (en)
ενεστώτας | weep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weeps |
αόριστος | wept, weeped |
παθητική μετοχή | wept, weeped |
ενεργητική μετοχή | weeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
weep (en)