κλαίγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαίγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλαίγω < αρχαία ελληνική κλαίω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkle.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλαί‐γω
Ρήμα
επεξεργασίακλαίγω
- άλλη μορφή του κλαίω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κλαίω, κλαίγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλαίγω < αρχαία ελληνική κλαίω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ] για αποφυγή χασμωδίας[1]
Ρήμα
επεξεργασίακλαίγω
- άλλη μορφή του κλαίω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κλαίω, κλαίγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας