Ετυμολογία

επεξεργασία
κλαίγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλαίγω < αρχαία ελληνική κλαίω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkle.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλαί‐γω

κλαίγω

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλαίγω < αρχαία ελληνική κλαίω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ] για αποφυγή χασμωδίας[1]

κλαίγω

  Αναφορές

επεξεργασία