κλαυθμυρίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαυθμυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλαυθμῠρίζω < κλαυθμυρίς < αρχαία ελληνική κλαυθμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /klaf.θmiˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλαυθ‐μυ‐ρί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
κλαυθμυρίζω (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά επεξεργασία
- κλαυθμύρισμα
- κλαυθμυρισμός
- → δείτε τη λέξη κλαυθμός
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλαυθμυρίζω | κλαυθμύριζα | θα κλαυθμυρίζω | να κλαυθμυρίζω | κλαυθμυρίζοντας | |
β' ενικ. | κλαυθμυρίζεις | κλαυθμύριζες | θα κλαυθμυρίζεις | να κλαυθμυρίζεις | κλαυθμύριζε | |
γ' ενικ. | κλαυθμυρίζει | κλαυθμύριζε | θα κλαυθμυρίζει | να κλαυθμυρίζει | ||
α' πληθ. | κλαυθμυρίζουμε | κλαυθμυρίζαμε | θα κλαυθμυρίζουμε | να κλαυθμυρίζουμε | ||
β' πληθ. | κλαυθμυρίζετε | κλαυθμυρίζατε | θα κλαυθμυρίζετε | να κλαυθμυρίζετε | κλαυθμυρίζετε | |
γ' πληθ. | κλαυθμυρίζουν(ε) | κλαυθμύριζαν κλαυθμυρίζαν(ε) |
θα κλαυθμυρίζουν(ε) | να κλαυθμυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλαυθμύρισα | θα κλαυθμυρίσω | να κλαυθμυρίσω | κλαυθμυρίσει | ||
β' ενικ. | κλαυθμύρισες | θα κλαυθμυρίσεις | να κλαυθμυρίσεις | κλαυθμύρισε | ||
γ' ενικ. | κλαυθμύρισε | θα κλαυθμυρίσει | να κλαυθμυρίσει | |||
α' πληθ. | κλαυθμυρίσαμε | θα κλαυθμυρίσουμε | να κλαυθμυρίσουμε | |||
β' πληθ. | κλαυθμυρίσατε | θα κλαυθμυρίσετε | να κλαυθμυρίσετε | κλαυθμυρίστε | ||
γ' πληθ. | κλαυθμύρισαν κλαυθμυρίσαν(ε) |
θα κλαυθμυρίσουν(ε) | να κλαυθμυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλαυθμυρίσει | είχα κλαυθμυρίσει | θα έχω κλαυθμυρίσει | να έχω κλαυθμυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλαυθμυρίσει | είχες κλαυθμυρίσει | θα έχεις κλαυθμυρίσει | να έχεις κλαυθμυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κλαυθμυρίσει | είχε κλαυθμυρίσει | θα έχει κλαυθμυρίσει | να έχει κλαυθμυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλαυθμυρίσει | είχαμε κλαυθμυρίσει | θα έχουμε κλαυθμυρίσει | να έχουμε κλαυθμυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλαυθμυρίσει | είχατε κλαυθμυρίσει | θα έχετε κλαυθμυρίσει | να έχετε κλαυθμυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλαυθμυρίσει | είχαν κλαυθμυρίσει | θα έχουν κλαυθμυρίσει | να έχουν κλαυθμυρίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλαυθμυρίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κλαυθμυρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαυθμυρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.