↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλαυθμύρισμα τα κλαυθμυρίσματα
      γενική του κλαυθμυρίσματος των κλαυθμυρισμάτων
    αιτιατική το κλαυθμύρισμα τα κλαυθμυρίσματα
     κλητική κλαυθμύρισμα κλαυθμυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλαυθμύρισμα < ελληνιστική κοινή κλαυθμύρισμα < κλαυθμῠρίζω, κλαυθμυρισ- + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /klafθˈmi.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλαυθ‐μύ‐ρι‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλαυθμύρισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλαυθμύρισμα ουδέτερο