κλαψούρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαψούρισμα < κλαψουρίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαψούρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλαψουρίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- κλαψουρίζω
- → δείτε τη λέξη κλαίω
κλαψούρισμα ουδέτερο