Ετυμολογία

επεξεργασία
whine < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική < αγγλοσαξονική hwinan < (κληρονομημένο) πρωτογερμανική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς αρχής [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /waɪn/
ομόηχο: wine (για ομιλητές που προφέρουν ομόηχα τα wine-whine)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
whine whines

whine (en)

ενεστώτας whine
γ΄ ενικό ενεστώτα whines
αόριστος whined
παθητική μετοχή whined
ενεργητική μετοχή whining

whine (en)

  1. βγάζω έναν οξύ και μακρόσυρτο ήχο
    ⮡  The jet engines whined at take off.
    λείπει η μετάφραση
  2. κλαψουρίζω, κλαίγομαι, παραπονιέμαι με παιδιάστικο τρόπο για ασήμαντα πράγματα
    ⮡  The Red Soxs fans were whining after they lost to the Yankees again.
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: complain

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. whine - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)