κλαίγομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος κλαίω
  2. παραπονιέμαι (συχνά), ενίοτε χωρίς (σοβαρό) λόγο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία