μακρόσυρτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμακρόσυρτος, η, ο
- ο παρατεταμένος, που τραβάει σε μάκρος (συνήθως για ήχους)
- μακρόσυρτο τραγούδι (π.χ. αμανές)
- επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία
- (με αρνητική χροιά) που είναι άνευρο, πολύ αργό, που διαρκεί περισσότερο από όσο αρέσει στον σχολιαστή
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακρόσυρτος