παραπονιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραπονιάρικος < παραπονιάρ(-ης) + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίαπαραπονιάρικος,η,ο
- γεμάτος παράπονο, που παραπονιέται ή που εκφράζει παράπονο ή που χαρακτηρίζεται από παράπονο ή που θυμίζει παράπονο
- παραπονιάρικος τύπος, παραπονιάρικο κλάμα, παραπονιάρικο βλέμμα, παραπονιάρικος σκοπός (τραγουδιού)
- Παραπονιάρικη καρδιά ποτέ χαράς δεν είδες γιατί λατρεύεις έρωτες με ψεύτικες ελπίδες (Κρητική μαντινάδα)