↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπονιάρικος η παραπονιάρικη το παραπονιάρικο
      γενική του παραπονιάρικου της παραπονιάρικης του παραπονιάρικου
    αιτιατική τον παραπονιάρικο την παραπονιάρικη το παραπονιάρικο
     κλητική παραπονιάρικε παραπονιάρικη παραπονιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπονιάρικοι οι παραπονιάρικες τα παραπονιάρικα
      γενική των παραπονιάρικων των παραπονιάρικων των παραπονιάρικων
    αιτιατική τους παραπονιάρικους τις παραπονιάρικες τα παραπονιάρικα
     κλητική παραπονιάρικοι παραπονιάρικες παραπονιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπονιάρικος < παραπονιάρ(-ης) + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

παραπονιάρικος,η,ο

  • γεμάτος παράπονο, που παραπονιέται ή που εκφράζει παράπονο ή που χαρακτηρίζεται από παράπονο ή που θυμίζει παράπονο
  • παραπονιάρικος τύπος, παραπονιάρικο κλάμα, παραπονιάρικο βλέμμα, παραπονιάρικος σκοπός (τραγουδιού)
  • Παραπονιάρικη καρδιά ποτέ χαράς δεν είδες γιατί λατρεύεις έρωτες με ψεύτικες ελπίδες (Κρητική μαντινάδα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία