μαντινάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /man.diˈna.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντι‐νά‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαντινάδα θηλυκό
- δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο, συνήθως αυτοσχέδιο, που απαγγέλλεται ή άδεται, στην Κρήτη ή αλλού, σε διάφορες περιστάσεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
μαντινάδα στη Βικιπαίδεια