Δείτε επίσης: δίστοιχο, δύστυχο, διάστιχο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίστιχο τα δίστιχα
      γενική του δίστιχου
& διστίχου
των δίστιχων
& διστίχων
    αιτιατική το δίστιχο τα δίστιχα
     κλητική δίστιχο δίστιχα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίστιχο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία