θεά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεά | οι | θεές |
γενική | της | θεάς | των | θεών |
αιτιατική | τη | θεά | τις | θεές |
κλητική | θεά | θεές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θεά < αρχαία ελληνική θεά θηλυκό του θεός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θεά θηλυκό
- θηλυκή θεότητα
- (μεταφορικά) πολύ όμορφη γυναίκα
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θεά
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
1η κλίση - Ομάδα κατά το «στρατιά» | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θεᾱ́ | αἱ | θεαί |
γενική | τῆς | θεᾶς | τῶν | θεῶν |
δοτική | τῇ | θεᾷ | ταῖς | θεαῖς |
αιτιατική | τὴν | θεᾱ́ν | τὰς | θεᾱ́ς |
κλητική ὦ! | θεᾱ́ | θεαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θεαῖν | ||
Παράρτημα |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θεά θηλυκό