Δείτε επίσης: θέα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεά οι θεές
      γενική της θεάς των θεών
    αιτιατική τη θεά τις θεές
     κλητική θεά θεές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεά θηλυκό (αρσενικό θεός)

  1. θηλυκή θεότητα
      Ψάλλε, θεά, τὸν τρομερὸν θυμὸν τοῦ Ἀχιλλέως,
    πῶς ἔγινε στοὺς Ἀχαιοὺς ἀρχὴ πολλῶν δακρύων·
    Ιλιάδα, μετάφραση Πολυλά, 1923, Ιλιάδα (Πολυλάς)/α
  2. (μεταφορικά) πολύ όμορφη γυναίκα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεᾱ́ αἱ θεαί
      γενική τῆς θεᾶς τῶν θεῶν
      δοτική τῇ θε ταῖς θεαῖς
    αιτιατική τὴν θεᾱ́ν τὰς θεᾱ́ς
     κλητική ! θεᾱ́ θεαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  θεαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεά θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)