Δείτε επίσης: Θέα, θεά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θέα οι θέες
      γενική της θέας
    αιτιατική τη θέα τις θέες
     κλητική θέα θέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θέα < αρχαία ελληνική θέα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θέ‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέα θηλυκό

  1. αυτό που βλέπει κανείς
    ⮡  σε κοινή θέα: ώστε να (το) βλέπουν οι πάντες
  2. η ευρεία εικόνα από μακριά ενός φυσικού τοπίου, μιας πόλης κ.λπ
    ⮡  ενοικιάζεται δωμάτιο με θέα στη θάλασσα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

θέα < θεάομαι και ιωνικός τύποςθηέομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέα θηλυκό ( & ιωνικός τύποςθέη)

  1. η ενασχόληση με το κοίταγμα, το κοίταγμα με θαυμασμό ή με ερευνητική ματιά
  2. όψη
  3. αυτό που βλέπει κανείς, το αντικείμενο της θέας, το θέαμα
  4. η θέση του πολίτη στο θέατρο, η θέση του θεατή