Θέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θέα | οι | Θέες |
γενική | της | Θέας | — | |
αιτιατική | τη | Θέα | τις | Θέες |
κλητική | Θέα | Θέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θέα < θέα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θέ‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘέα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Θέα
|