Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vue vues

vue (fr) θηλυκό

  1. η όραση
  2. η όψη
  3. το βλέμμα
  4. η ιδέα, η εικόνα που έχουμε για κάτι
  5. ο σκοπός
  6. η θέαση

Εκφράσεις

επεξεργασία