vista
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vista | vistas |
Ετυμολογία
επεξεργασία- vista < (λόγιο δάνειο) ιταλική vista
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvista (en)
- όψη, θέαμα, πανόραμα, κάτι που βλέπουμε (συνήθως από μακριά) όπως τοπίο
- ※ 2022 - Matthew Syed, "As we inwardly curate our cosy truths, there’s a world outside in trouble", article@thetimes, The Times 2022.11.26.
- At one point we took photos to remember events or vistas. Now we take “selfies”: apparently no scene is considered worthy unless we are in it.
- Κάποτε παίρναμε φωτογραφίες για να θυμόμαστε γεγονότα ή σκηνές. Τώρα παίρνουμε σέλφι: Προφανώς δεν θεωρούμε καμία σκηνή [ή τοπίο] άξια λόγου αν δεν είμαστε κι εμείς σ' αυτήν.
(Μετάφραση:Το Βικιλεξικό / Ελληνική απόδοση @amna.gr)
- Κάποτε παίρναμε φωτογραφίες για να θυμόμαστε γεγονότα ή σκηνές. Τώρα παίρνουμε σέλφι: Προφανώς δεν θεωρούμε καμία σκηνή [ή τοπίο] άξια λόγου αν δεν είμαστε κι εμείς σ' αυτήν.
Πηγές
επεξεργασία- vista - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- vista - Cambridge Dictionary online
- vista - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- vista - Oxford Learner's Dictionaries
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvista (es)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vista < αμάρτυρος τύπος *visita της δημώδους λατινικής < λατινική visa, θηλυκό της παθητικής μετοχής visus, του ρήματος video (βλέπω)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαvista (it)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vista | viste |
vista (it)
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- vista - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Λετονικά (lv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvista (lv)