παρουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾuˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρου‐σί‐α
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- παρουσία < αρχαία ελληνική παρουσία < πάρειμι < παρά + εἰμί
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρουσία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- Δευτέρα Παρουσία όταν, κατά την Αγία Γραφή, ξαναέρθει ο Χριστός στον κόσμο, «κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς»
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παρουσιάζω, παρών και είμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
παρουσία