ενικός         πληθυντικός  
presence presences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

presence (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η παρουσία, η παράσταση, το να βρίσκεται κάποιος κάπου
    ⮡  Your presence is necessary.
    Η παρουσία σου είναι αναγκαία.
    ⮡  a discrete/massive presence - μια διακριτική/μαζική παρουσία
    ⮡  I am making my presence felt.
    Κάνω την παρουσία μου αισθητή.
    ⮡  your presence at the wedding - η παράστασή σας στο γάμο
     συνώνυμα:  appearance και attendance
  2. (μόνο στον ενικό) η παρουσία, μια ομάδα ανθρώπων, ειδικά στρατιώτες, που έχουν πάει σε ένα μέρος για να αντιμετωπίσουν μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  France will maintain its presence in Africa.
    Η Γαλλία θα διατηρήσει την παρουσία της στην Αφρική.
  3. (μετρήσιμο) η παρουσία, που δεν μπορώ να δω αλλά που νιώθω ότι είναι κοντά
    ⮡  a supernatural/ghostly presence - μια υπερφυσική παρουσία
  4. (μη μετρήσιμο) η εμφάνιση, η εντύπωση που δίνει κάποιος
    ⮡  She has a good stage presence.
    Έχει ωραία εμφάνιση πάνω στη σκηνή.
    ⮡  He lacked presence.
    Αυτός δεν είχε εμφάνιση.