Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βρίσκομαι: παθητική φωνή του ρήματος βρίσκω

  ΡήμαΕπεξεργασία

βρίσκομαι

  1. είμαι σε έναν συγκεκριμένο τόπο
  2. εντοπίζομαι, γίνομαι αντιληπτός σε μια τοποθεσία ή κατάσταση
  3. συναντιέμαι με κάποιον
    πότε θα βρεθούμε;

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία