βρίσκομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρίσκομαι: παθητική φωνή του ρήματος βρίσκω
Ρήμα
επεξεργασίαβρίσκομαι
- είμαι σε έναν συγκεκριμένο τόπο
- εντοπίζομαι, γίνομαι αντιληπτός σε μια τοποθεσία ή κατάσταση
- συναντιέμαι με κάποιον
- πότε θα βρεθούμε;
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βρίσκω