ευρίσκομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαευρίσκομαι
- (λόγιο) άλλη μορφή του βρίσκομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευρίσκομαι | ευρισκόμουν(α) | θα ευρίσκομαι | να ευρίσκομαι | ||
β' ενικ. | ευρίσκεσαι | ευρισκόσουν(α) | θα ευρίσκεσαι | να ευρίσκεσαι | ευρίσκου | |
γ' ενικ. | ευρίσκεται | ευρισκόταν(ε) | θα ευρίσκεται | να ευρίσκεται | ||
α' πληθ. | ευρισκόμαστε | ευρισκόμαστε ευρισκόμασταν |
θα ευρισκόμαστε | να ευρισκόμαστε | ||
β' πληθ. | ευρίσκεστε | ευρισκόσαστε ευρισκόσασταν |
θα ευρίσκεστε | να ευρίσκεστε | ευρίσκεστε | |
γ' πληθ. | ευρίσκονται | ευρίσκονταν ευρισκόντουσαν |
θα ευρίσκονται | να ευρίσκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βρέθηκα | θα βρεθώ | να βρεθώ | βρεθεί | ||
β' ενικ. | βρέθηκες | θα βρεθείς | να βρεθείς | βρέσου | ||
γ' ενικ. | βρέθηκε | θα βρεθεί | να βρεθεί | |||
α' πληθ. | βρεθήκαμε | θα βρεθούμε | να βρεθούμε | |||
β' πληθ. | βρεθήκατε | θα βρεθείτε | να βρεθείτε | βρεθείτε | ||
γ' πληθ. | βρέθηκαν βρεθήκαν(ε) |
θα βρεθούν(ε) | να βρεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βρεθεί | είχα βρεθεί | θα έχω βρεθεί | να έχω βρεθεί | ||
β' ενικ. | έχεις βρεθεί | είχες βρεθεί | θα έχεις βρεθεί | να έχεις βρεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βρεθεί | είχε βρεθεί | θα έχει βρεθεί | να έχει βρεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βρεθεί | είχαμε βρεθεί | θα έχουμε βρεθεί | να έχουμε βρεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βρεθεί | είχατε βρεθεί | θα έχετε βρεθεί | να έχετε βρεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βρεθεί | είχαν βρεθεί | θα έχουν βρεθεί | να έχουν βρεθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευρίσκομαι
|