Ετυμολογία

επεξεργασία
συνευρίσκομαι < συν- + ευρίσκομαι

συνευρίσκομαι

  1. συναντιέμαι κοινωνικά με άλλους ανθρώπους
  2. (επίσημο) συμμετέχω σε σεξουαλική πράξη
    ο σύζυγος την συνέλαβε να συνευρίσκεται με τον εραστή της
    • (αλληλοπαθές)
      τους συνέλαβαν να συνευρίσκονται

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία