συνευρίσκομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνευρίσκομαι < συν- + ευρίσκομαι
Ρήμα επεξεργασία
συνευρίσκομαι
- συναντιέμαι κοινωνικά με άλλους ανθρώπους
- (επίσημο) συμμετέχω σε σεξουαλική πράξη
- ο σύζυγος την συνέλαβε να συνευρίσκεται με τον εραστή της
- (αλληλοπαθές)
- τους συνέλαβαν να συνευρίσκονται
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνευρίσκομαι
|