σεξουαλικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σεξουαλικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική sexuel[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σεξουαλικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με το φύλο, την αναπαραγωγή και τη γενετήσια πράξη
- ο ερωτικά ελκυστικός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σεξουαλικός
- ↑ «σεξουαλικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.