• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σεξουαλικός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική σεξουαλικός σεξουαλική σεξουαλικό
γενική σεξουαλικού σεξουαλικής σεξουαλικού
αιτιατική σεξουαλικό σεξουαλική σεξουαλικό
κλητική σεξουαλικέ σεξουαλική σεξουαλικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική σεξουαλικοί σεξουαλικές σεξουαλικά
γενική σεξουαλικών σεξουαλικών σεξουαλικών
αιτιατική σεξουαλικούς σεξουαλικές σεξουαλικά
κλητική σεξουαλικοί σεξουαλικές σεξουαλικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σεξουαλικός < γαλλική sexuel

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

σεξουαλικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με το φύλο, την αναπαραγωγή και τη γενετήσια πράξη
  2. ο ερωτικά ελκυστικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σεξουαλικός
  • αγγλικά : sexual (en)
  • γαλλικά : sexuel (fr)
  • εσπεράντο : seksa (eo)
  • τουρκικά : cinsel (tr), seksüel (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σεξουαλικός&oldid=4673717"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Ιουλίου 2020, στις 01:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Ιουλίου 2020, στις 01:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie