• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

sexuel

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

sexuel < sexe + -el

Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sexuel sexuels
θηλυκό sexuelle sexuelles

sexuel (fr) αρσενικό

  • σεξουαλικός, γενετήσιος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sexe
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sexuel&oldid=5553192"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Απριλίου 2022, στις 19:04

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Ido
    • Íslenska
    • 한국어
    • Malagasy
    • Norsk
    • Polski
    • Slovenčina
    • Svenska
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Απριλίου 2022, στις 19:04.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας