Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
sexuel
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
sexuel
<
sexe
+
-el
Επίθετο
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
sexuel
sexuels
θηλυκό
sexuelle
sexuelles
sexuel
(fr)
αρσενικό
σεξουαλικός
,
γενετήσιος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
sexe