• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

sexe

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Σύνθετα

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sexe sexes

sexe (fr) αρσενικό

  1. το φύλο
    le sexe fort / faible - το ισχυρό / ασθενές φύλο
  2. το σεξ
  3. το πέος
  4. το αιδοίο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • sexage
  • sexisme
  • sexiste
  • sexologie
  • sexologique
  • sexologue
  • sexonomie
  • sexothérapeute
  • sexothérapie
  • sexualisation
  • sexualiser
  • sexualité
  • sexué - sexuée
  • sexuel - sexuelle
  • sexuellement
  • sexy

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • sex-appeal, sexe-appeal
  • sex-ratio, sexe-ratio
  • sex-shop, sexe-shop
  • sex-symbol, sexe-symbole
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sexe&oldid=5217237"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, στις 15:01
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, στις 15:01.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie