sex-appeal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- sex-appeal < αγγλική sex appeal
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sex-appeal | sex-appeals |
sex-appeal (fr) αρσενικό
- το σεξαπίλ
ενικός | πληθυντικός |
sex-appeal | sex-appeals |
sex-appeal (fr) αρσενικό