σεξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σεξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική sexe < λατινική sexus (φύλο) < πρωτοϊταλική *seksus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séksus < *sek- (κόβω)
Προφορά
Ουσιαστικό
σεξ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- σεξ στη Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης : σαξ |
σεξ ουδέτερο άκλιτο