πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέρηση οι στερήσεις
      γενική της στέρησης* των στερήσεων
    αιτιατική τη στέρηση τις στερήσεις
     κλητική στέρηση στερήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στερήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέρηση θηλυκό

  1. η έλλειψη
    η στέρηση βιταμινών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές νόσους
  2. το να μην έχει κάποιος τα αναγκαία
    έζησε μια ζωή γεμάτη στερήσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

από την αρχαία λέξη ὕστερος:

από το στερεύω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία