Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στέρησῐς αἱ στερήσεις
      γενική τῆς στερήσεως τῶν στερήσεων
      δοτική τῇ στερήσει ταῖς στερήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στέρησῐν τὰς στερήσεις
     κλητική ! στέρησῐ στερήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στερήσει
γεν-δοτ τοῖν  στερησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στέρησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στέρησις, -εως θηλυκό

  1. στέρηση, αποστέρηση, απογύμνωση
  2. άρνηση

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία