Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στερήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στερώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στερώ
  3. θα στερήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στερώ