απογύμνωση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απογύμνωση | οι | απογυμνώσεις |
γενική | της | απογύμνωσης* | των | απογυμνώσεων |
αιτιατική | την | απογύμνωση | τις | απογυμνώσεις |
κλητική | απογύμνωση | απογυμνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απογυμνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απογύμνωση < (ελληνιστική κοινή) ἀπογύμνωσις
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈʝi.mno.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απογύμνωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απογυμνώνω