Ετυμολογία

επεξεργασία

απογυμνώνω (παθητική φωνή: απογυμνώνομαι)

  1. γδύνω τελείως
     συνώνυμα: ξεγυμνώνω
  2. στερώ ή αφαιρώ από κάποιον κάτι που κατέχει (και τον βοηθάει ή τον καλύπτει)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία