Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απογυμνώνω < αρχαία ελληνική ἀπογυμνόω / ἀπογυμνῶ

  ΡήμαΕπεξεργασία

απογυμνώνω (παθητική φωνή: απογυμνώνομαι)

  1. γδύνω τελείως
     συνώνυμα: ξεγυμνώνω
  2. στερώ ή αφαιρώ από κάποιον κάτι που κατέχει (και τον βοηθάει ή τον καλύπτει)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία