γδύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γδύνω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἐκδύω
Ρήμα
επεξεργασίαγδύνω
- βγάζω τα ρούχα κάποιου, τον ξεντύνω
- (μεταφορικά) κλέβω άνθρωπο ή χώρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γδύνω | έγδυνα | θα γδύνω | να γδύνω | γδύνοντας | |
β' ενικ. | γδύνεις | έγδυνες | θα γδύνεις | να γδύνεις | γδύνε | |
γ' ενικ. | γδύνει | έγδυνε | θα γδύνει | να γδύνει | ||
α' πληθ. | γδύνουμε | γδύναμε | θα γδύνουμε | να γδύνουμε | ||
β' πληθ. | γδύνετε | γδύνατε | θα γδύνετε | να γδύνετε | γδύνετε | |
γ' πληθ. | γδύνουν(ε) | έγδυναν γδύναν(ε) |
θα γδύνουν(ε) | να γδύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έγδυσα | θα γδύσω | να γδύσω | γδύσει | ||
β' ενικ. | έγδυσες | θα γδύσεις | να γδύσεις | γδύσε | ||
γ' ενικ. | έγδυσε | θα γδύσει | να γδύσει | |||
α' πληθ. | γδύσαμε | θα γδύσουμε | να γδύσουμε | |||
β' πληθ. | γδύσατε | θα γδύσετε | να γδύσετε | γδύστε | ||
γ' πληθ. | έγδυσαν γδύσαν(ε) |
θα γδύσουν(ε) | να γδύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γδύσει | είχα γδύσει | θα έχω γδύσει | να έχω γδύσει | ||
β' ενικ. | έχεις γδύσει | είχες γδύσει | θα έχεις γδύσει | να έχεις γδύσει | ||
γ' ενικ. | έχει γδύσει | είχε γδύσει | θα έχει γδύσει | να έχει γδύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γδύσει | είχαμε γδύσει | θα έχουμε γδύσει | να έχουμε γδύσει | ||
β' πληθ. | έχετε γδύσει | είχατε γδύσει | θα έχετε γδύσει | να έχετε γδύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γδύσει | είχαν γδύσει | θα έχουν γδύσει | να έχουν γδύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γδύνω
|