Ετυμολογία

επεξεργασία

γδύνω

  1. βγάζω τα ρούχα κάποιου, τον ξεντύνω
  2. (μεταφορικά) κλέβω άνθρωπο ή χώρο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία