Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γδύνω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἐκδύω

  Ρήμα επεξεργασία

γδύνω

  1. βγάζω τα ρούχα κάποιου, τον ξεντύνω
  2. (μεταφορικά) κλέβω άνθρωπο ή χώρο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία