Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γδύσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γδύσιμ
ο
τα
γδυσίμ
ατ
α
γενική
του
γδυσίμ
ατ
ος
των
γδυσιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
γδύσιμ
ο
τα
γδυσίμ
ατ
α
κλητική
γδύσιμ
ο
γδυσίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γδύσιμο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γδύσιμο
ουδέτερο
η ενέργεια του
γδύνομαι
, το να βγάζει κανείς τα ρούχα του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γδύσιμο
γαλλικά
:
déshabillage
(fr)