γδύσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γδύσιμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γδύσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του γδύνομαι, το να βγάζει κανείς τα ρούχα του
Μεταφράσεις επεξεργασία
γδύσιμο
γδύσιμο ουδέτερο