ξεντύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksenˈdi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐ντύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαξεντύνω, αόρ.: ξέντυσα, παθ.φωνή: ξεντύνομαι, π.αόρ.: ξεντύθηκα, μτχ.π.π.: ξεντυμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεντύνω | ξέντυνα | θα ξεντύνω | να ξεντύνω | ξεντύνοντας | |
β' ενικ. | ξεντύνεις | ξέντυνες | θα ξεντύνεις | να ξεντύνεις | ξέντυνε | |
γ' ενικ. | ξεντύνει | ξέντυνε | θα ξεντύνει | να ξεντύνει | ||
α' πληθ. | ξεντύνουμε | ξεντύναμε | θα ξεντύνουμε | να ξεντύνουμε | ||
β' πληθ. | ξεντύνετε | ξεντύνατε | θα ξεντύνετε | να ξεντύνετε | ξεντύνετε | |
γ' πληθ. | ξεντύνουν(ε) | ξέντυναν ξεντύναν(ε) |
θα ξεντύνουν(ε) | να ξεντύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέντυσα | θα ξεντύσω | να ξεντύσω | ξεντύσει | ||
β' ενικ. | ξέντυσες | θα ξεντύσεις | να ξεντύσεις | ξέντυσε | ||
γ' ενικ. | ξέντυσε | θα ξεντύσει | να ξεντύσει | |||
α' πληθ. | ξεντύσαμε | θα ξεντύσουμε | να ξεντύσουμε | |||
β' πληθ. | ξεντύσατε | θα ξεντύσετε | να ξεντύσετε | ξεντύστε | ||
γ' πληθ. | ξέντυσαν ξεντύσαν(ε) |
θα ξεντύσουν(ε) | να ξεντύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεντύσει | είχα ξεντύσει | θα έχω ξεντύσει | να έχω ξεντύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεντύσει | είχες ξεντύσει | θα έχεις ξεντύσει | να έχεις ξεντύσει | έχε ξεντυμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεντύσει | είχε ξεντύσει | θα έχει ξεντύσει | να έχει ξεντύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεντύσει | είχαμε ξεντύσει | θα έχουμε ξεντύσει | να έχουμε ξεντύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεντύσει | είχατε ξεντύσει | θα έχετε ξεντύσει | να έχετε ξεντύσει | έχετε ξεντυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεντύσει | είχαν ξεντύσει | θα έχουν ξεντύσει | να έχουν ξεντύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεντυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεντυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεντυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεντυμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεντύνομαι | ξεντυνόμουν(α) | θα ξεντύνομαι | να ξεντύνομαι | ||
β' ενικ. | ξεντύνεσαι | ξεντυνόσουν(α) | θα ξεντύνεσαι | να ξεντύνεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεντύνεται | ξεντυνόταν(ε) | θα ξεντύνεται | να ξεντύνεται | ||
α' πληθ. | ξεντυνόμαστε | ξεντυνόμαστε ξεντυνόμασταν |
θα ξεντυνόμαστε | να ξεντυνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεντύνεστε | ξεντυνόσαστε ξεντυνόσασταν |
θα ξεντύνεστε | να ξεντύνεστε | (ξεντύνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεντύνονται | ξεντύνονταν ξεντυνόντουσαν |
θα ξεντύνονται | να ξεντύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεντύθηκα | θα ξεντυθώ | να ξεντυθώ | ξεντυθεί | ||
β' ενικ. | ξεντύθηκες | θα ξεντυθείς | να ξεντυθείς | ξεντύσου | ||
γ' ενικ. | ξεντύθηκε | θα ξεντυθεί | να ξεντυθεί | |||
α' πληθ. | ξεντυθήκαμε | θα ξεντυθούμε | να ξεντυθούμε | |||
β' πληθ. | ξεντυθήκατε | θα ξεντυθείτε | να ξεντυθείτε | ξεντυθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεντύθηκαν ξεντυθήκαν(ε) |
θα ξεντυθούν(ε) | να ξεντυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεντυθεί | είχα ξεντυθεί | θα έχω ξεντυθεί | να έχω ξεντυθεί | ξεντυμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεντυθεί | είχες ξεντυθεί | θα έχεις ξεντυθεί | να έχεις ξεντυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεντυθεί | είχε ξεντυθεί | θα έχει ξεντυθεί | να έχει ξεντυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεντυθεί | είχαμε ξεντυθεί | θα έχουμε ξεντυθεί | να έχουμε ξεντυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεντυθεί | είχατε ξεντυθεί | θα έχετε ξεντυθεί | να έχετε ξεντυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεντυθεί | είχαν ξεντυθεί | θα έχουν ξεντυθεί | να έχουν ξεντυθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεντυμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεντυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεντυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεντυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεντυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεντυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεντυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεντυμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεντύνω
|