Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεντύνω < ξε- + ντύνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksenˈdi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐ντύ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεντύνω, αόρ.: ξέντυσα, παθ.φωνή: ξεντύνομαι, π.αόρ.: ξεντύθηκα, μτχ.π.π.: ξεντυμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία