ξε-
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξε- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐξε- < ἐξ-[1] (αρχαία πρόθεση εκ και εξ), από την εσωτερική αύξηση στον αόριστο του συγγενούς ρήματος (π.χ. από τον αόριστο του ἐκθεόω, ἐξεθέωσα, προέκυψε το ξεθέωσα και τελικά καθιερώθηκε ως ενεστώτας το ξεθεώνω και ως ουσιαστικά το ξεθέωμα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθημαΕπεξεργασία
ξε- ή ξέ- και ξ-
- (για ρήματα) αντίθετη ενέργεια της πρωτότυπης λέξης
- το τέλος της κατάστασης που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
- έξω, προς τα έξω
- (επίταση, υπερβολή) τελείως
- (προφορικό) σε περιστασιακές συνθέσεις και στερεότυπες εκφράσεις: δείχνει απόρριψη ή αδιαφορία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξε- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξέ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξ- στο Βικιλεξικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «ξε-» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.