ξε-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
ξε- ή ξέ- και ξ-
- (για ρήματα) αντίθετη ενέργεια της πρωτότυπης λέξης
- το τέλος της κατάστασης που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
- έξω, προς τα έξω
- (επίταση, υπερβολή) τελείως
- (προφορικό) σε περιστασιακές συνθέσεις και στερεότυπες εκφράσεις: δείχνει απόρριψη ή αδιαφορία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ξε- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας