ξεκαρδίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.kaɾˈði.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐καρ‐δί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαξεκαρδίζομαι (αποθετικό ρήμα) , πρτ.: ξεκαρδιζόμουν, στ.μέλλ.: θα ξεκαρδιστώ, αόρ.: ξεκαρδίστηκα, μτχ.π.π.: ξεκαρδισμένος
- γελάω υπερβολικά, λύνομαι στα γέλια
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκαρδίζομαι | ξεκαρδιζόμουν(α) | θα ξεκαρδίζομαι | να ξεκαρδίζομαι | ||
β' ενικ. | ξεκαρδίζεσαι | ξεκαρδιζόσουν(α) | θα ξεκαρδίζεσαι | να ξεκαρδίζεσαι | ξεκαρδίζου | |
γ' ενικ. | ξεκαρδίζεται | ξεκαρδιζόταν(ε) | θα ξεκαρδίζεται | να ξεκαρδίζεται | ||
α' πληθ. | ξεκαρδιζόμαστε | ξεκαρδιζόμαστε ξεκαρδιζόμασταν |
θα ξεκαρδιζόμαστε | να ξεκαρδιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεκαρδίζεστε | ξεκαρδιζόσαστε ξεκαρδιζόσασταν |
θα ξεκαρδίζεστε | να ξεκαρδίζεστε | ξεκαρδίζεστε | |
γ' πληθ. | ξεκαρδίζονται | ξεκαρδίζονταν ξεκαρδιζόντουσαν |
θα ξεκαρδίζονται | να ξεκαρδίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκαρδίστηκα | θα ξεκαρδιστώ | να ξεκαρδιστώ | ξεκαρδιστεί | ||
β' ενικ. | ξεκαρδίστηκες | θα ξεκαρδιστείς | να ξεκαρδιστείς | ξεκαρδίσου | ||
γ' ενικ. | ξεκαρδίστηκε | θα ξεκαρδιστεί | να ξεκαρδιστεί | |||
α' πληθ. | ξεκαρδιστήκαμε | θα ξεκαρδιστούμε | να ξεκαρδιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεκαρδιστήκατε | θα ξεκαρδιστείτε | να ξεκαρδιστείτε | ξεκαρδιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεκαρδίστηκαν ξεκαρδιστήκαν(ε) |
θα ξεκαρδιστούν(ε) | να ξεκαρδιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεκαρδιστεί | είχα ξεκαρδιστεί | θα έχω ξεκαρδιστεί | να έχω ξεκαρδιστεί | ξεκαρδισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεκαρδιστεί | είχες ξεκαρδιστεί | θα έχεις ξεκαρδιστεί | να έχεις ξεκαρδιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκαρδιστεί | είχε ξεκαρδιστεί | θα έχει ξεκαρδιστεί | να έχει ξεκαρδιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκαρδιστεί | είχαμε ξεκαρδιστεί | θα έχουμε ξεκαρδιστεί | να έχουμε ξεκαρδιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκαρδιστεί | είχατε ξεκαρδιστεί | θα έχετε ξεκαρδιστεί | να έχετε ξεκαρδιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκαρδιστεί | είχαν ξεκαρδιστεί | θα έχουν ξεκαρδιστεί | να έχουν ξεκαρδιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεκαρδίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας