die laughing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαdie laughing (en)
- (ιδιωματισμός) ξεκαρδίζομαι (στα γέλια)
- ⮡ The children died laughing when I slipped on the banana peel.
- Τα παιδιά ξεκαρδίστηκαν (στα γέλια) όταν γλίστρησα στη μπανανόφλουδα.
- ⮡ The children died laughing when I slipped on the banana peel.
Πηγές
επεξεργασία- die (idioms): die laughing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 602. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεκαρδίζομαι