Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεβάφω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεβάφω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ το χρώμα από κάτι
     συνώνυμα: αποχρωματίζω
  2. (αμετάβατο) χάνω το χρώμα μου
    το πουκάμισο ξέβαψε στο πλύσιμο
     συνώνυμα: ξεθωριάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία