Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεβάφω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεβάφω
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
ξεβάφω
(
μεταβατικό
)
αφαιρώ
το
χρώμα
από κάτι
≈
συνώνυμα
:
αποχρωματίζω
(
αμετάβατο
)
χάνω
το
χρώμα
μου
το πουκάμισο
ξέβαψε
στο πλύσιμο
≈
συνώνυμα
:
ξεθωριάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεβάφω
γαλλικά
:
décolorer
(fr)
, se
décolorer
(fr)
,
déteindre
(fr)