αποχρωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποχρωματίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααποχρωματίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχρωματίζω | αποχρωμάτιζα | θα αποχρωματίζω | να αποχρωματίζω | αποχρωματίζοντας | |
β' ενικ. | αποχρωματίζεις | αποχρωμάτιζες | θα αποχρωματίζεις | να αποχρωματίζεις | αποχρωμάτιζε | |
γ' ενικ. | αποχρωματίζει | αποχρωμάτιζε | θα αποχρωματίζει | να αποχρωματίζει | ||
α' πληθ. | αποχρωματίζουμε | αποχρωματίζαμε | θα αποχρωματίζουμε | να αποχρωματίζουμε | ||
β' πληθ. | αποχρωματίζετε | αποχρωματίζατε | θα αποχρωματίζετε | να αποχρωματίζετε | αποχρωματίζετε | |
γ' πληθ. | αποχρωματίζουν(ε) | αποχρωμάτιζαν αποχρωματίζαν(ε) |
θα αποχρωματίζουν(ε) | να αποχρωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχρωμάτισα | θα αποχρωματίσω | να αποχρωματίσω | αποχρωματίσει | ||
β' ενικ. | αποχρωμάτισες | θα αποχρωματίσεις | να αποχρωματίσεις | αποχρωμάτισε | ||
γ' ενικ. | αποχρωμάτισε | θα αποχρωματίσει | να αποχρωματίσει | |||
α' πληθ. | αποχρωματίσαμε | θα αποχρωματίσουμε | να αποχρωματίσουμε | |||
β' πληθ. | αποχρωματίσατε | θα αποχρωματίσετε | να αποχρωματίσετε | αποχρωματίστε | ||
γ' πληθ. | αποχρωμάτισαν αποχρωματίσαν(ε) |
θα αποχρωματίσουν(ε) | να αποχρωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποχρωματίσει | είχα αποχρωματίσει | θα έχω αποχρωματίσει | να έχω αποχρωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποχρωματίσει | είχες αποχρωματίσει | θα έχεις αποχρωματίσει | να έχεις αποχρωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποχρωματίσει | είχε αποχρωματίσει | θα έχει αποχρωματίσει | να έχει αποχρωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχρωματίσει | είχαμε αποχρωματίσει | θα έχουμε αποχρωματίσει | να έχουμε αποχρωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποχρωματίσει | είχατε αποχρωματίσει | θα έχετε αποχρωματίσει | να έχετε αποχρωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχρωματίσει | είχαν αποχρωματίσει | θα έχουν αποχρωματίσει | να έχουν αποχρωματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποχρωματίζω