χάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χάνω < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική χάνω < μεσαιωνικά ελληνικά ἔχασα, ἐχάσα κατά το σχήμα έφθασα-φθάνω, έπιασα-πιάνω, < ελληνιστική κοινή αόριστος *ἐχάωσα (απαρέμφατο χαῶσαι) - *χαώνω του ρήματος χαόω - χαῶ < χάος[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐νω
- ομόηχο: χάνο
Ρήμα
επεξεργασίαχάνω, αόρ.: έχασα, παθ.φωνή: χάνομαι, π.αόρ.: χάθηκα, μτχ.π.π.: χαμένος
- παύω να έχω κάτι
- ⮡ Έχασε μια περιουσία στο χρηματιστήριο.
- (για υλικά αντικείμενα) παύω να έχω κάτι και δεν ξέρω πού βρίσκεται
- ⮡ Έχασα ξανά τα κλειδιά, μήπως ξέρεις πού τα άφησα;
- (μεταφορικά)
- ⮡ Δεν αξίζει να χάνεις τον ύπνο σου γι' αυτό.
- ⮡ Με τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση, έχασε την ευκαιρία να καθαρίσει το όνομά του.
- δεν καταφέρνω να εκτελέσω μια ενέργεια
- ⮡ Έχασα το τελευταίο επεισόδιο της αγαπημένης μου σειρά στην τηλεόραση.
- δεν προλαβαίνω κάτι
- ⮡ Άργησε τόσο πολύ που έχασε το τρένο κι αναγκάστηκε να περιμένει το επόμενο.
- παύω να έχω επαφή με κάποιο πρόσωπο
- λόγω τεχνικών προβλημάτων
- ⮡ Κάνει διακοπές το τηλέφωνο και σε χάνω.
- λόγω μετακίνησης σε μακρινό τόπο, απομόνωσης ή άλλων συνθηκών
- ⮡ Μετά από αυτό το γράμμα που μας έστειλε τον χάσαμε.
- λόγω θανάτου
- ⮡ Ο φίλος μας έχασε τον πατέρα του.
- λόγω τεχνικών προβλημάτων
- ηττώμαι σε αθλητικό ή άλλο αγώνα, δεν είμαι ο νικητής
Εκφράσεις
επεξεργασία- χάνω αέρα
- χάνω λάδια
- χάνω μάθημα
- χάνω τ' αβγά και τα καλάθια, χάνω τ' αβγά και τα πασχάλια
- χάνω τα ίχνη κάποιου
- χάνω τη ζωή μου
- τα χάνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χάνω | έχανα | θα χάνω | να χάνω | χάνοντας | |
β' ενικ. | χάνεις | έχανες | θα χάνεις | να χάνεις | ||
γ' ενικ. | χάνει | έχανε | θα χάνει | να χάνει | ||
α' πληθ. | χάνουμε | χάναμε | θα χάνουμε | να χάνουμε | ||
β' πληθ. | χάνετε | χάνατε | θα χάνετε | να χάνετε | χάνετε | |
γ' πληθ. | χάνουν(ε) | έχαναν χάναν(ε) |
θα χάνουν(ε) | να χάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έχασα | θα χάσω | να χάσω | χάσει | ||
β' ενικ. | έχασες | θα χάσεις | να χάσεις | χάσε | ||
γ' ενικ. | έχασε | θα χάσει | να χάσει | |||
α' πληθ. | χάσαμε | θα χάσουμε | να χάσουμε | |||
β' πληθ. | χάσατε | θα χάσετε | να χάσετε | χάστε | ||
γ' πληθ. | έχασαν χάσαν(ε) |
θα χάσουν(ε) | να χάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χάσει | είχα χάσει | θα έχω χάσει | να έχω χάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χάσει | είχες χάσει | θα έχεις χάσει | να έχεις χάσει | έχε χαμένο | |
γ' ενικ. | έχει χάσει | είχε χάσει | θα έχει χάσει | να έχει χάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χάσει | είχαμε χάσει | θα έχουμε χάσει | να έχουμε χάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χάσει | είχατε χάσει | θα έχετε χάσει | να έχετε χάσει | έχετε χαμένο | |
γ' πληθ. | έχουν χάσει | είχαν χάσει | θα έχουν χάσει | να έχουν χάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χαμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χαμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χαμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χαμένο | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χαμένος - είμαστε, είστε, είναι χαμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χαμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χαμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χαμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χαμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χαμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χαμένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χάνομαι | χανόμουν(α) | θα χάνομαι | να χάνομαι | ||
β' ενικ. | χάνεσαι | χανόσουν(α) | θα χάνεσαι | να χάνεσαι | (χάνου) | |
γ' ενικ. | χάνεται | χανόταν(ε) | θα χάνεται | να χάνεται | ||
α' πληθ. | χανόμαστε | χανόμαστε χανόμασταν |
θα χανόμαστε | να χανόμαστε | ||
β' πληθ. | χάνεστε | χανόσαστε χανόσασταν |
θα χάνεστε | να χάνεστε | (χάνεστε) | |
γ' πληθ. | χάνονται | χάνονταν χανόντουσαν |
θα χάνονται | να χάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χάθηκα | θα χαθώ | να χαθώ | χαθεί | ||
β' ενικ. | χάθηκες | θα χαθείς | να χαθείς | χάσου | ||
γ' ενικ. | χάθηκε | θα χαθεί | να χαθεί | |||
α' πληθ. | χαθήκαμε | θα χαθούμε | να χαθούμε | |||
β' πληθ. | χαθήκατε | θα χαθείτε | να χαθείτε | χαθείτε | ||
γ' πληθ. | χάθηκαν χαθήκαν(ε) |
θα χαθούν(ε) | να χαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χαθεί | είχα χαθεί | θα έχω χαθεί | να έχω χαθεί | χαμένος | |
β' ενικ. | έχεις χαθεί | είχες χαθεί | θα έχεις χαθεί | να έχεις χαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χαθεί | είχε χαθεί | θα έχει χαθεί | να έχει χαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χαθεί | είχαμε χαθεί | θα έχουμε χαθεί | να έχουμε χαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χαθεί | είχατε χαθεί | θα έχετε χαθεί | να έχετε χαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χαθεί | είχαν χαθεί | θα έχουν χαθεί | να έχουν χαθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χαμένος - είμαστε, είστε, είναι χαμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χαμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χαμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χαμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χαμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χαμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χαμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παύω να έχω κάτι
|
δεν προλαβαίνω κάτι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- χάνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)