Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɪs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
miss misses

miss (en)

  1. η αστοχία
  2. η αποτυχία να αποκτήσει κάποιος κάτι ή να πετύχει κάτι
  3. η αποφυγή
    I think I’ll give the meeting a miss.
  4. (προσφώνηση) δεσποινίς, προσφώνηση για νεαρή γυναίκα, συνήθως ανύπαντρη
    ⮡  You may sit here, miss. - Μπορείτε να καθήσετε εδώ, δεσποινίς.
    ⮡  You may sit here, Miss Jones. - Μπορείτε να καθήσετε εδώ, δεσποινίς Jones.
  5. ανύπαντρη γυναίκα, κορίτσι

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας miss
γ΄ ενικό ενεστώτα misses
αόριστος missed
παθητική μετοχή missed
ενεργητική μετοχή missing

miss (en)

  1. (μεταβατικό) χάνω, δεν παρακολουθώ κάτι, δεν είμαι παρών σε κάτι όπως ραντεβού ή ένα συγκοινωνιακό μέσο
    ⮡  I missed the plane!
    Έχασα το αεροπλάνο!
    ⮡  I missed the first part of the concert.
    Έχασα το πρώτο μέρος της συναυλίας.
    ⮡  I missed the bus by five minutes.
    Έχασα το λεωφορείο για πέντε λεπτά.
  2. (μεταβατικό) λείπω, αποτυγχάνω να είμαι κάπου ή να πάω κάπου
    ⮡  How many students are missing today?
    Πόσοι μαθητές λείπουν σήμερα;
  3. (μεταβατικό) χάνω, παραλείπω, αποτυγχάνω να κάνω κάτι
    ⮡  Don’t miss that film/play.
    Μη χάσεις αυτό το φιλμ/έργο.
    ⮡  Whenever you give out sweets, you always miss me.
    Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
  4. (μεταβατικό) χάνω την ευκαιρία να κάνω κάτι
    ⮡  I left early and missed the ice cream.
    Έφυγα νωρίς κι έχασα το παγωτό.
    ⮡  You won’t miss anything by not coming.
    Δε θα χάσεις τίποτα κι αν δεν έρθεις.
    ⮡  This opportunity must not be missed.
    Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) χάνω, αστοχώ, αποτυγχάνω να χτυπήσω, να πιάσω, να φτάσω κτλ. κάτι
    ⮡  He fired but missed me.
    Έριξε αλλά με αστόχησε.
    ⮡  He made a guess but missed the mark.
    Προσπάθησε να μαντέψει αλλά αστόχησε.
    ⮡  I missed the target.
    Αστόχησα/Έχασα τον στόχο.
  6. (μεταβατικό) χάνω, αποτυγχάνω να ακούσω, να δω ή να παρατηρήσω κάτι
    ⮡  I didn’t miss a single word.
    Δεν έχασα ούτε λέξη.
  7. (μεταβατικό) δεν καταλαβαίνω, δεν αντιλαμβάνομαι
    ⮡  I missed the joke.
    Δεν το 'πιασα (έπιασα, κατάλαβα) το αστείο.
  8. (μεταβατικό) λείπω, αισθάνομαι την απουσία κάποιου
    ⮡  I miss you!
    Μου λείπεις!
    ⮡  We’ll miss you when you are gone.
    Θα μας λείψεις όταν φύγεις.
    ⮡  Did you miss me?
    Σου 'λειψα;
    ⮡  I missed you a lot.
    Μου 'λειψες πολύ.
  9. (μεταβατικό) λείπω, παρατηρώ ότι κάποιος ή κάτι δεν είναι εκεί που θα έπρεπε
    ⮡  Three of my books are missing.
    Λείπουν τρία από τα βιβλία μου.
    ⮡  Who/what is missing?
    Ποιος/Τι λείπει;
    ⮡  Ten pages are missing.
    Λείπουν δέκα σελίδες.
    ⮡  When did you miss your wallet?
    Πότε κατάλαβες ότι σου λείπει το πορτοφόλι;
    ⮡  He’s so rich that he won’t miss €100.
    Είναι τόσο πλούσιος που δεν θα του λείψουν 100 ευρώ.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɪs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

miss (nl)

  1. νικήτρια διαγωνισμού ομορφιάς
    ⮡  Annelien Coorevits was Miss België in 2007. - H Annelien ... ήταν Μις το 2007.
  2. καλλονή
  3. κορίτσι με υψηλή αυτοεκτίμηση
    ⮡  Dat is nogal een miss, hoor. -Έχει έναν αέρα



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

miss (sv)

  1. αστοχία
     συνώνυμα: bom
  2. λάθος
     συνώνυμα: misstag
  3. (σπάνιο) καλλονή, νικήτρια καλλιστείων
     συνώνυμα: skönhetsmiss