καλλονή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλλονή | οι | καλλονές |
γενική | της | καλλονής | των | καλλονών |
αιτιατική | την | καλλονή | τις | καλλονές |
κλητική | καλλονή | καλλονές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καλλονή < αρχαία ελληνική καλλονή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλλονή θηλυκό
- η ομορφιά
- (μεταφορικά) η ηθική ομορφιά
- (για πράγματα) η εξαιρετική ποιότητα