ηθική
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηθική | οι | ηθικές |
γενική | της | ηθικής | των | ηθικών |
αιτιατική | την | ηθική | τις | ηθικές |
κλητική | ηθική | ηθικές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ηθική < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἠθική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ἠθικός και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική morale[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.θiˈci/
- συλλαβισμός : η‐θι‐κή
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ηθική θηλυκό
- σύνολο κανόνων και αξιών με τους οποίους ορίζεται τι επιτρέπεται, τι απαγορεύεται και τι οφείλουμε να κάνουμε στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους και στη σχέση μας με τη φύση, κανόνες συμπεριφοράς που επιβάλλει η κοινωνία.
- (φιλοσοφία) αρχές υπό το πρίσμα της κοινωνικής λειτουργικότητας (όπως γίνεται αυτή αντιληπτή απ' την εκάστοτε κοινωνία) και της βασικής (χωρίς αναγκαστικά υπερβολές) ενσυναίσθησης
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ηθική
Επεξεργασία
- ↑ «ηθική» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.