φιλοσοφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοσοφία < αρχαία ελληνική φιλοσοφία < φιλο- + -σοφία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοσοφία θηλυκό
- η επιστήμη η οποία διερευνά τα θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από τον κόσμο, τον άνθρωπο, τη γνώση, το αγαθό και το ωραίο
- το σύνολο των πεποιθήσεων που καθορίζουν τη στάση και τη δράση ενός ατόμου ή συνόλου
- ※ Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλοσοφία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φιλοσοφίᾱ | αἱ | φιλοσοφίαι |
γενική | τῆς | φιλοσοφίᾱς | τῶν | φιλοσοφιῶν |
δοτική | τῇ | φιλοσοφίᾳ | ταῖς | φιλοσοφίαις |
αιτιατική | τὴν | φιλοσοφίᾱν | τὰς | φιλοσοφίᾱς |
κλητική ὦ! | φιλοσοφίᾱ | φιλοσοφίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλοσοφίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φιλοσοφίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλοσοφία < φιλόσοφ(ος) + -ία. Αναλύεται σε φιλο- + -σοφία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοσοφία [φῐλοσοφῐᾱ] θηλυκό
- αγάπη για γνώση και σοφία
- η έρευνα για την εύρεση της αλήθειας
- η συστηματική μελέτη ενός αντικειμένου
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀφιλοσοφία
- φιλοσοφέω
- φιλοσόφημα
- φιλοσοφικός
- → και δείτε τις λέξεις φιλόσοφος και σοφία
Απόγονοι
επεξεργασίαφιλοσοφία (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ νέα ελληνικά: φιλοσοφία
- ↷ αραβικά: فلسفة (fálsafa)
- ↷ λατινικά: philosophia
- ↷ ρωσικά: филосо́фия (filosófija)
Πηγές
επεξεργασία- φιλοσοφία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλοσοφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.